- ἀγλαόπηχυς
- ἀγλαό-πηχυς, υ, gen. εος,A with beautiful arms, Nonn.D.32.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγλαόπηχυς — ἀγλαόπηχυς ( εος), υ (Α) αυτός που έχει ωραίους βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πῆχυς] … Dictionary of Greek